- σιπαλός
- σιπαλόςSee also: s. σιφλός
Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). Robert S.P.. 2010.
Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). Robert S.P.. 2010.
σιπαλός — purblind masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σιπαλός — ή, όν, ΜΑ 1. μύωπας, κοντόφθαλμος 2. δύσμορφος, άσχημος 3. (κατά τον Ζωναρ.) «χαλεπός, ἀκάθαρτος, ἄμορφος» 4. (κατά τον Ησύχ.) «ἐπάργεμος». [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. συνδέεται πιθ. με σιφλός* και εμφανίζει επίθημα αλός* (πρβλ. απ αλός)] … Dictionary of Greek
σιπαλόν — σιπαλός purblind masc acc sg σιπαλός purblind neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σιπαλή — σιπαλός purblind fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)